συνανθρωπιστικός

συνανθρωπιστικός
-ή, -όν, Α [συνανθρωπίζω]
αυτός που τού αρέσει να ζει με ανθρώπους («συνανθρωπιστικοί τινες τῶν ὀρνίθων», Βασ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”